- ταρσορραφία
- η, Νιατρ. συρραφή τού επάνω βλεφάρου με το κάτω με σκοπό είτε τη στένωση βλεφαρικής σχισμής, σε περίπτωση παράλυσης τού προσωπικού νεύρου, είτε την κατάργησή της σε βαριές φλεγμονές στο εμπρόσθιο τμήμα τού ματιού, αλλ. βλεφαρορραφία.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tarsorraphie (< ταρσός + ραφή + -ία)].
Dictionary of Greek. 2013.